Menu

Βιβλιογραφική Ενημέρωση 37,4

Βιβλιογραφική Ενημέρωση

  • ΑΙΤΙΑ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΟΛΥΛΟΔΑ ΜΕ ΒΑΡΙΟΥΧΟ ΥΠΟΚΛΥΣΜΟ
    CAUSES OF ERRORS IN POLYP DETECTION AT AIR-CONTRAST BARIUM ENEMA EXAMINATION

    William M. Thompson et al.
    Radiology 2006; 239:139 -148

    ΣΚΟΠΟΣ: Η αναδρομική μελέτη για την διερεύνηση της αιτιολογίας του σφάλματος στην ανίχνευση πολυπόδων 6 mm ή μεγαλύτερων με τη χρήση βαριούχου υποκλυσμού.
    ΥΛΙΚΟ - ΜΕΘΟΔΟΣ: Η μελέτη είχε έγκριση της επιστημονικής επιτροπής του νοσηλευτικού ιδρύματος. Τα ευρήματα της εξέτασης με βαριούχο υποκλυσμό σε 41 ασθενείς με 56 πολύποδες που δεν αναδείχθησαν εκτιμήθηκαν ξανά από δύο έμπειρους ακτινολόγους ούτως ώστε να διευκρινιστεί αν η αιτία του λάθους οφειλόταν σε ερμηνευτικά (πολύποδες παρόντες στην αναδρομική μελέτη) ή τεχνικά εμπόδια (πολύποδες μη παρόντες στην αναδρομική μελέτη). Έγινε σύγκριση ανάμεσα στον αριθμό των πολυπόδων που δεν ανευρέθηκε σε κάθε τμήμα του κόλου. Οι 288 βαριούχοι υποκλυσμοί βαθμολογήθηκαν με κλίμακα 0-4 (0: εξαιρετική εξέταση, 4 :ανεπαρκής) για τα έξι τμήματα του εντέρου. Κατά τη διάρκεια της αναδρομικής μελέτης οι δύο ακτινολόγοι γνώριζαν την εντόπιση και το μέγεθος των πολυπόδων.
    ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από τους 17 πολύποδες μεγέθους > 1cm που δεν ανιχνεύθηκαν σε 15 ασθενείς, 11 (65%) οφείλονταν σε τεχνικό σφάλμα και 6 (35%) σε ερμηνευτικό σφάλμα. 8 (72%) τεχνικά και 4 (67%) ερμηνευτικά σφάλματα ανευρέθηκαν κεντρικότερα της σπληνικής καμπής. Από 39 πολύποδες μεγέθους 6-9 mm που δεν ανιχνεύθηκαν σε 26 ασθενείς, 35 (90%) οφείλονταν σε τεχνικό σφάλμα και 4 (10%) σε ερμηνευτικό σφάλμα. 80% των τεχνικών και 75% των ερμηνευτικών σφαλμάτων αναδείχθηκαν στο κεντρικό κόλον. Δεν υπήρχαν εμφανείς ή ανιχνεύσιμες διαφορές στην ποιότητα της εξέτασης στους ασθενείς στους οποίους αναδείχθησαν οι πολύποδες σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν αναδείχθησαν. Το κυριότερο τεχνικό σφάλμα ήταν η ατελής διάταση του εντέρου ενώ το κυριότερο ερμηνευτικό η αδυναμία να αναγνωρισθεί ο πολύποδας ενδοαυλικά.
    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τα τεχνικά σφάλματα ήταν συχνότερα από τα ερμηνευτικά. Η πλειονότητα των μη ανιχνευθέντων πολυπόδων ανευρέθηκε στο κεντρικό κόλο. Η αναλογία ανίχνευσης των πολυποειδικών βλαβών με βαριούχο υποκλυσμό. μπορεί να αυξηθεί αν βελτιστοποιηθεί η ποιότητα της εξέτασης ιδιαίτερα στο κεντρικό κόλο.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ
    Παρ' ότι η πρόσφατη ευρεία διάδοση της ενδοσκόπησης έχει συνεισφέρει σημαντικά στη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση του γαστρεντερικού σωλήνα με αποτέλεσμα να υπάρχει μείωση στη χρήση του βαριούχου υποκλυσμού, υπάρχουν ακόμη κέντρα που χρησιμοποιούν αυτήν τη μέθοδο για την ανίχνευση των πολυπόδων και του καρκίνου του παχέος εντέρου. Για το λόγο, αυτό οι ακτινολόγοι οφείλουν να γνωρίζουν τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε πιθανό λάθος στην ανίχνευση μιας βλάβης στο παχύ έντερο, έτσι ώστε μειώνοντας το ενδεχόμενο του λάθους να βελτιώσουν την ευαισθησία και ειδικότητα της εξέτασης με βαριούχο υποκλυσμό.

  • ΔΙΑΔΕΡΜΙΚΗ ΣΠΟΝΔΥΛΟΠΛΑΣΤΙΚΗ: Συσχέτιση ανάμεσα στην παρουσία οιδήματος του μυελού των οστών των σπονδυλικών σωμάτων με μαγνητική τομογραφία και αρχική κλινική ανταπόκριση.
    Percutatueous Vertebroplasty: Relationship between vertebral body bone Marrow Edema Pattern on MR Images and Initial Clinical Response

    Noboru Tanigama et al.
    Radiology 2006; 239: 195 - 200

    Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να διερευνηθεί προοπτικά η σχέση ανάμεσα στην αρχική κλινική απόκριση και το οίδημα του μυελού των οστών, όπως απεικονίζεται με μαγνητική τομογραφία, προεπεμβατικά, σε σώματα σπονδύλων που έχουν επιλεγεί για διαδερμική σπονδυλοπλαστική.
    Για τη μελέτη επιλέχτηκαν 81 συναινετικοί ασθενείς με οστεοπορωτικά συμπιεστικά κατάγματα και οσφυαλγία (μέσος όρος ηλικίας: 72.4 έτη: εύρος 44-85 έτη, 67 γυναίκες, 14 άνδρες, 157 σπόνδυλοι) στους οποίους εφαρμόστηκε διαδερμική σπονδυλοπλαστική. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες ανάλογα με την έκταση στην οποία απεικονίστηκε οίδημα του μυελού των οστών στους πάσχοντες σπονδύλους, με οβελιαίες τομές μαγνητικής τομογραφίας. Ομάδα Ι: > 50% (44 ασθενείς) του σπονδύλου. Ομάδα ΙΙ: <50% (14 ασθενείς) του σπονδύλου. Ομάδα ΙΙΙ: (22 ασθενείς) χωρίς εικόνα οιδήματος. Μία έως τρεις ημέρες μετά τη σπονδυλοπλαστική έγινε σύγκριση της διαφοράς στην ένταση του πόνου προ και μετεπεμβατικά.
    Η ένταση του πόνου εκτιμήθηκε με μία κλίμακα 0 - 10: 0 όχι πόνος 10: έντονος πόνος.
    Στην ομάδα Ι ο πόνος μειώθηκε με βάση την κλίμακα από 7.5 σε 2.9 (βελτίωση 4.6), στην ομάδα ΙΙ από 6.8 σε 3.1 (βελτίωση 3.7) ενώ στην ομάδα ΙΙΙ από 7 σε 4.3 (βελτίωση 2.7). Η βελτίωση ήταν σαφώς μεγαλύτερη στην πρώτη ομάδα όπου απεικονίστηκε και η μεγαλύτερη έκταση στο οίδημα του μυελού των οστών.
    Τα αποτελέσματα της μελέτης υποδεικνύουν πως όσο πιο εκτεταμένο είναι το οίδημα του μυελού στον σπόνδυλο που έχει επιλεγεί για σπόνδυλοπλαστική τόσο καλύτερα είναι και τα αποτελέσματα της σπονδυλοπλαστικής όσον αφορά τη βελτίωση του πόνου. Το εύρημα αυτό υποστηρίζει την ιδέα πως η παρουσία οιδήματος του μυελού είναι χρήσιμο στοιχείο στην επιλογή του σπονδύλου για θεραπεία. Οι ασθενείς που δεν εμφάνισαν οίδημα του μυελού ήταν εκείνοι με χρόνια συμπιεστικά κατάγματα και η χρήση σπονδυλοπλαστικής σε μια τέτοια περίπτωση αντενδείκνυται.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ
    Παρ'ότι η διενέργεια διαδερμικής σπονδυλοπλαστικής είναι ευρέως αποδεκτή, ως χρήσιμη θεραπευτική μέθοδος, για την αντιμετώπιση οσφυαλγίας προερχόμενης από οστεοπορωτικά συμπιεστικά κατάγματα, δεν υπάρχουν ως τώρα μελέτες που να εξετάζουν κατά πόσο μπορεί να συσχετίζεται το οίδημα του μυελού των οστών πριν την επέμβαση με την κλινική ανταπόκριση μετεπεμβατικά.

  • ΟΞΕΙΑ ΜΑΖΙΚΗ ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟΥ ΣΩΛΗΝΑ: Ανίχνευση και εντόπιση με πολυτομικό αξονικό τομογράφο σε αρτηριακή φάση.
    Acute massive gastrointestinal bleeding: Detection and localization with arterial phase Multi - detector Row Helical CT

    Woong Yoon et al.
    Radiology 2006; 239: 160 -167

    Σκοπός αυτής της προοπτικής μελέτης ήταν να διερευνήσει και να εκτιμήσει την ακρίβεια στην ανίχνευση και τον εντοπισμό της οξείας μαζικής αιμορραγίας του γαστρεντερικού με τη χρήση πολυτομικού αξονικού τομογράφου και εξέταση σε αρτηριακή φάση. Ως εξέταση αναφοράς και σύγκρισης χρησιμοποιήθηκε η αγγειογραφία. Για τη διενέργεια της μελέτης υπήρξε έγκριση από την επιστημονική επιτροπή και γραπτή συναίνεση των ασθενών ή του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, αφ'ότου ενημερώθηκαν για τη διαδικασία και την απαιτούμενη δόση ακτινοβολίας για την πραγματοποίηση της εξέτασης.
    Σε διάστημα 18 μηνών (Φεβρουάριος 2003 - Αύγουστος 2004) 26 ασθενείς (17 άντρες, 9 γυναίκες : 18-89 ετών) προσήλθαν με οξεία μαζική αιμορραγία εκ του γαστρεντερικού. Ως οξεία μαζική αιμορραγία ορίστηκε η κατάσταση κατά την οποία οι ασθενείς χρειάστηκαν μετάγγιση τουλάχιστον 4 μονάδων αίματος σε 24ώρη νοσηλεία ή περίπτωση υπότασης με συστολική πίεση < 90mm Ηg. Όλοι οι ασθενείς πριν την αγγειογραφία υποβλήθηκαν σε αξονική τομογραφία με πολυτομικό αξονικό τομογράφο (4 τομών) και ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικού (140 ml) με εγχυτή (ρυθμός έγχυσης 3.5ml /sec).
    Οι τομές ελήφθησαν στην αρτηριακή φάση με σκοπό να αναγνωρισθεί εξαγγείωση του σκιαγραφικού μέσου με πυκνότητα > 90ΗU στον εντερικό αυλό. Σε κάθε περίπτωση μελετήθηκε η ευαισθησία, η ειδικότητα, η θετική και αρνητική προγνωστική αξία και η ακρίβεια στην ανίχνευση της οξείας αιμορραγίας και έγινε συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων της εξέτασης με πολυτομικό αξονικό τομογράφο με τα αποτελέσματα της αγγειογραφίας. Η εξέταση με τον πολυτομικό αξονικό τομογράφο στην αρτηριακή φάση ανέδειξε εξαγγείωση του σκιαγραφικού σε 21 από τους 26 ασθενείς, ενώ η συνολική ακρίβεια της εξέτασης για την ανάδειξη της οξείας αιμορραγίας ήταν 88.5% (23 από τους 26). Η εντόπιση της εξαγγείωσης με τον πολυτομικό αξονικό τομογράφο αντιστοιχούσε πλήρως στην περιοχή της ενεργού αιμορραγίας που ανέδειξε ο αγγειογραφικός έλεγχος σε όλους τους ασθενείς που απεικονίστηκε εξαγγείωση. Ένα μειονέκτημα της αξονικής τομογραφίας για τη διάγνωση της οξείας αιμορραγίας είναι ότι μπορεί να υπάρχουν artifacts που συγκαλύπτουν την εξαγγείωση στον εντερικό αυλό. Από τους 21 ασθενείς με εξαγγείωση στον αξονικό τομογράφο η αγγειογραφία επιβεβαίωσε οξεία ενεργό αιμορραγία στους 20, ενώ συνολικά με την αγγειογραφία αναδείχθηκε εστία ενεργού αιμορραγίας σε 20 από τους 26 ασθενείς (84.6%).
    Η χρήση πολυτομικού αξονικού τομογράφου σε αρτηριακή φάση είναι ακριβής για την ανίχνευση και τον εντοπισμό των εστιών αιμορραγίας σε ασθενείς με οξεία μαζική αιμορραγία του πεπτικού σωλήνα.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ
    Η νέα σχετικά εξέλιξη της απεικόνισης λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας των πολυτομικών αξονικών τομογράφων και πιθανώς μελλοντικά οι επεμβατικοί ακτινολόγοι να χρησιμοποιήσουν την εντόπιση της εξαγγείωσης του σκιαγραφικού από την εξέταση με τον πολυτομικό αξονικό τομογράφο για να κατευθύνουν στην πραγματοποίηση πιο εκλεκτικής μελέτης των αρτηριών που είναι πιο πιθανό να αιμορραγούν.

  • ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΗΠΑΤΙΚΟΥ ΧΟΛΑΓΓΕΙΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΟΣ ΜΕ ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΗΠΑΤΟΣ: ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΞΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΧΟΛΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
    Preoperative Assessment of Resectability of Hepatic Hilar Cholangiocarcinoma: Combined CT and Cholangiography with Revised Criteria

    Ho Yun Lee et al.
    Radiology 2006; 239: 113 -121

    Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εκτιμήσει αναδρομικά την ακρίβεια της συνδυασμένης χρήσης αξονικής τομογραφίας και χολαγγειογραφίας στον προσδιορισμό της εξαιρεσιμότητας του χολαγγειοκαρκινώματος που εντοπίζεται στην ηπατική πύλη, με βάση αναθεωρημένα κριτήρια όσον αφορά τη μη εξαιρεσιμότητα του όγκου, χρησιμοποιώντας τα χειρουργικά αποτελέσματα ως σημείο αναφοράς.
    Από το 1998 ως το 2003, 55 ασθενείς (37 άντρες, 18 γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 59 έτη + 12) με χειρουργικά και παθολογοανατομικά αποδεδειγμένο χολαγγειοκαρκίνωμα στην πύλη του ήπατος, οι οποίοι υποβλήθηκαν προεγχειρητικά σε αξονική τομογραφία ( με μονατομικό αξονικό τομογράφο n=26 και πολυτομικό 4 τομών n=29) και χολαγγειογραφία, συμπεριλήφθησαν στη μελέτη. Τόσο η αξονική τομογραφία όσο και η χολαγγειογραφία πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα 6 εβδομάδων πριν την επέμβαση. Η αξονική τομογραφία περιελάμβανε τρεις φάσεις (χωρίς σκιαγραφικό, αρτηριακή και πυλαία φάση). Τα αναθεωρημένα κριτήρια του μη εξαιρέσιμου όγκου ήταν τα εξής: 1 επέκταση στην αντίπλευρη ηπατική αρτηρία , 2. Επέκταση στην πυλαία φλέβα σε μήκος > 2cm , 3. επέκταση στα χοληφόρα στην αντίπλευρη δευτερογενή συμβολή, σε απόσταση >2cm από την ηπατική πύλη, 4. Διογκωμένοι λεμφαδένες στην περιοχή της πυλαίας και κάτω κοίλης φλέβας καθώς και παρααορτικοί λεμφαδένες, 5. άλλα επικουρικά ευρήματα.
    Η εξαιρεσιμότητα του όγκου βασισμένη σε αυτές τις παραμέτρους προσδιορίστηκε από δύο ακτινολόγους που επανεκτίμησαν τις προϋπάρχουσες απεικονιστικές μεθόδους. Στην ανάδειξη της επέκτασης στην πυλαία φλέβα (σε 26 ασθενείς) η αξονική τομογραφία είχε ακρίβεια της τάξεως του 85.5%. Αρτηριακή επέκταση βρέθηκε σε 19 ασθενείς στο χειρουργείο ενώ η αξονική τομογραφία παρείχε ακρίβεια 92.7%. Στην πρόβλεψη λεμφαδενικής συμμετοχής (15 ασθενείς 27 %) η αξονική τομογραφία παρείχε ακρίβεια 83.6%. Ο βαθμός της συμμετοχής των χοληφόρων αναδείχθηκε με ακρίβεια σε 46 ασθενείς (84%). Η αξονική τομογραφία τείνει να προκαλεί υποεκτίμηση της επέκτασης του όγκου στα χοληφόρα. Αυτό το αποτέλεσμα της τάξεως του 84% μπορεί να αποδοθεί στη συνδυασμένη χρήση αξονικής τομογραφίας και χολαγγειογραφίας . Όσον αφορά τη μαγνητική χολαγγειογραφία σε σχέση με την άμεση ο κύριος περιορισμός της είναι η αδυναμία να προσφέρει θεραπευτική παρέμβαση. Σε 30 από τους 42 ασθενείς με νόσο που απεικονιστικά κατατάχθηκε ως εξαιρέσιμη με βάση τα αναθεωρημένα κριτήρια, η νόσος πράγματι αποδείχθηκε εξαιρέσιμη στο χειρουργείο (71.4% θετική προγνωστική αξία). Στους 11 από τους 13 ασθενείς με νόσο που απεικονιστικά κατατάχθηκε μη εξαιρέσιμη με βάση τα αναθεωρούμενα κριτήρια πράγματι επιβεβαιώθηκε στο χειρουργείο η μη εξαιρεσιμότητα (84.6% αρνητική προγνωστική αξία). Η συνολική ακρίβεια της εξαιρεσιμότητας ήταν 74.5%
    Η συνδυασμένη χρήση αξονικής τομογραφίας (σε τρεις φάσεις) και χολαγγειογραφίας όπως φάνηκε σε αυτή τη μελέτη έχει μία ακρίβεια της τάξεως του 75% στην ανάδειξη της δυνατότητας εκτομής του χολαγγειοκαρκινώματος στην πύλη του ήπατος με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η χειρουργική προσέγγιση αυτών των ασθενών.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ
    Με την εξέλιξη των απεικονιστικών τεχνικών και την καλύτερη ανάδειξη των χολαγγειοκαρκινωμάτων της ηπατικής πύλης η χειρουργική προσέγγιση για την αντιμετώπιση τους έχει εξελιχθεί. Η συνδυασμένη χρήση αξονικής τομογραφίας και χολαγγειογραφίας επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό της δυνατότητας εκτομής των χολαγγειοκαρκινωμάτων με εντόπιση στην ηπατική πύλη.

  • ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΠΕΡΙΠΡΩΚΤΙΚΟΥ ΣΥΡΙΓΓΙΟΥ
    Imaging of fistula in ano

    Steve Halligan et al.
    Radiology 2006; 239: 18 - 33

    Εξ' ορισμού συρίγγιο είναι μια ανώμαλη οδός που συνδέει δύο επιθηλιακές επιφάνειες. Το περιπρωκτικό συρίγγιο είναι μια συχνή κατάσταση, που κυρίως απαντάται σε νέους ενήλικες, κυρίως άντρες. Συνήθως υπάρχει ένα έσω εντερικό στόμιο ενώ το συρίγγιο επεκτείνεται στο περιπρωκτικό δέρμα ποικιλοτρόπως, διαπερνώντας τους μύες του σφιγκτήρα και τους παρακείμενους ιστούς. Τα συρίγγια ταξινομούνται με βάση την οδό που ενώνει το έσω και έξω στόμιο και ανάλογα με την ταξινόμηση καθορίζεται η θεραπεία. Συχνά τα περιπρωκτικά συρίγγια είναι σύμπλοκα και εμφανίζουν διακλαδώσεις και είναι συνήθως αυτοί οι ασθενείς που υποτροπιάζουν.
    Τα χειρουργικά ερωτήματα που αναπτύσσονται και επιζητούν απάντηση είναι η σχέση μεταξύ του συριγγίου και του πρωκτικού δακτυλίου, αν υπάρχουν διακλαδώσεις που απαιτούν αντιμετώπιση και που εντοπίζονται ούτως ώστε να προληφθεί η υποτροπή.
    Απεικονιστικά για τη μελέτη ου περιπρωκτικού συριγγίου έχουν χρησιμοποιηθεί η συριγγογραφία, η αξονκή τομογραφία, το ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία. Τα ευρήματα της συριγγογραφίας είναι δύσκολο να αξιολογηθούν και συχνά είναι αναξιόπιστα, ενώ με την αξονική τομογραφία παρ'ότι απεικονίζεται τα συρίγγιο δεν υπάρχει δυνατότητα ταξινόμησης και χρήση της περιορίζεται όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμες άλλες απεικονιστικές μέθοδοι.
    Το ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα έχει τη δυνατότητα να αναδείξει την παρουσία και την έκταση διαταραχής του σφιγκτήρα καθώς και το έσω στόμιο του συριγγίου, δεν μπορεί όμως αξιόπιστα να διαχωρίσει τη φλεγμονή από την ίνωση.
    Η επιτυχία της μαγνητικής τομογραφίας έγκειται στο ότι έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει και να ταξινομεί το ορθοπρωκτικό συρίγγιο με μεγάλη ανατομική ακρίβεια σε σχέση με το σφιγκτήρα. Οι ακολουθίες που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι fast spin echo T2W, T1W με χορήγηση παραμαγνητικής ουσίας και ακολουθίες καταστολής λίπους στις Τ1W και Τ2W.
    Οι απεικονιστικές τεχνικές επίσης συντελούν σημαντικά στην διαφορική διάγνωση καταστάσεων περιπρωκτικής σήψης. Όταν απεικονιστικά η φλεγμονή είναι επιφανειακή και δεν υπάρχει συμμετοχή του σφιγκτήρα άλλες καταστάσεις και όχι το περιπρωκτικό συρίγγιο πρέπει να θεωρηθούν πιθανότερες.
    Συμπερασματικά είναι σημαντικό να θυμόμαστε:
  1. τα υποτροπιάζοντα ορθοπρωκτικά συρίγγια οφείλονται σε παρουσία φλεγμονής που δεν έγινε αντιληπτή κατά τη χειρουργική διερεύνηση
  2. Η μαγνητική τομογραφία είναι η πιο ακριβής μέθοδος για τη διερεύνηση της παρουσίας και της πορείας των περιπρωκτικών συριγγίων, ακόμη και μεμονωμένων εστιών φλεγμονής.
  3. Το ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα είναι επαρκής εναλλακτική μέθοδος της μαγνητικής τομογραφίας όταν αυτή δεν είναι διαθέσιμη.
  4. Όταν η χειρουργική παρέμβαση καθοδηγείται από τη μαγνητική τομογραφία η μετεγχειρητική υποτροπή σε ασθενείς με σύμπλοκη νόσο μειώνεται κατά 75%.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
    Το περιπρωκτικό συρίγγιο είναι μια συνήθης κατάσταση που συχνά υποτροπιάζει παρά τη φαινομενικά επαρκή χειρουργική θεραπεία. Η χρησιμοποίηση απεικονιστικών τεχνικών προεγχειρητικά και κυρίως μαγνητικής τομογραφίας έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει το είδος της χειρουργικής επέμβασης και ελαχιστοποιεί την πιθανότητα υποτροπής. Για το λόγο αυτό, η προεγχειρητική απεικονιστική διερεύνηση των περιπρωκτικών συριγγίων θα αποτελεί πιθανότατα κατάσταση ρουτίνας στο μέλλον και οι ακτινολόγοι θα πρέπει να γνωρίζουν τις απαντήσεις στα χειρουργικά ερωτήματα ούτως ώστε η θεραπεία να είναι όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη.
  • Ο ΜΟΝΗΡΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟΣ ΟΖΟΣ
    THE SOLITARY PULMONARY NODULE

    Helen T Winer - Muram
    Radiology 2006; 239: 34 -49

    Ως μονήρης πνευμονικός όζος ορίζεται σκίαση στρογγυλή ή ωοειδής μικρότερη των 3 cm που περιβάλλεται πλήρως από πνευμονικό παρέγχυμα και δε σχετίζεται με λεμφαδενοπάθεια, ατελεκτασία ή πνευμονία.
    Παρ'ότι η διαφορική διάγνωση είναι εκτενής στην πλειονότητα τους οι βλάβες αποτελούν κοκκιώματα, καρκίνους ή αμαρτώματα. Σε απουσία γνωστής πρωτοπαθούς κακοήθειας ένας μονήρης πνευμονικός όζος είναι απίθανο να αποτελεί μετάσταση.

    Απεικονιστικά χαρακτηριστικά μονήρους πνευμονικού όζου.
    1. Μέγεθος: Όζοι που πλησιάζουν τα 3cm σε διάμετρο είναι πιθανότερα κακοήθεις ενώ όζοι διαμέτρου <1cm συνήθως είναι καλοήθεις.
    2. Εντόπιση: Ο δεξιός άνω λοβός αποτελεί τη συχνότερη θέση εντόπισης καρκίνου του πνεύμονα.
    3. Αποτιτανώσεις: Πρόκειται για το σημαντικότερο απεικονιστικό εύρημα. Όζοι με διάμετρο < 3cm μπορούν να διαγνωστούν με ακρίβεια ως καλοήθεις αν φέρουν έναν από τους κάτωθι τύπους αποτιτανώσεων: κεντρική , τύπου pop - corn, διάχυτη, σε στρώματα. Με την εξαίρεση ύπαρξης μονήρους πνευμονικού όζου σε ασθενείς με ιστορικό κακοήθους όγκου στα οστά, οι μονήρεις πνευμονικοί όζοι με καλοήθη τύπο αποτιτανώσεων είναι πράγματι καλοήθεις.
    4. Λίπος: Η ανάδειξη λίπους σε ένα μονήρη πνευμονικό όζο. σε ασθενείς χωρίς ιστορικό λιποσαρκώματος ή καρκίνου στο νεφρό, υποδηλώνει ότι ο όζος είναι καλοήθης.
    5. Σύσταση: Όζοι συμπαγείς ή εν μέρει συμπαγείς είναι το πιθανότερο κακοήθεις.
    6. Αεροβρογχόγραμμα: Απαντάται συχνότερα σε καρκινικούς όζους.
    7. Παρυφή: Λοβωτή, ακτινωτή και ανώμαλη παρυφή του όζου είναι ενδεικτική κακοήθειας.
    8. Κοιλότητα: Ανάπτυξη κοιλοτήτων παρατηρείται τόσο σε κακοήθεις όσο και σε καλοήθεις όζους.

    Διαγνωστική προσέγγιση μονήρους πνευμονικού όζου
    1. Ακτινογραφία θώρακος: Ο όζος είναι σπάνια ορατός εάν είναι μικρότερος από 9 mm. Απαραίτητη η σύγκριση με προϋπάρχουσα ακτινογραφία, αν υπάρχει. Όζος ο οποίος δεν έχει αλλάξει χαρακτήρες στην α/α θώρακος για δύο χρόνια είναι με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα καλοήθης. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι υπάρχουν κακοήθεις όγκοι με χρόνο διπλασιασμού μεγαλύτερο από 730 ημέρες που μπορεί να εμφανίζονται σταθεροί κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των δύο ετών.
    2. Αξονική τομογραφία θώρακος: Σε κάθε ασθενή με πρωτοδιαγνωσθέν μονήρη πνευμονικό όζο, κατά κανόνα διενεργείται αξονική τομογραφία θώρακος χωρίς ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικού. Η εξέταση θα εξασφαλίσει ότι δεν συνυπάρχουν άλλα ευρήματα, όπως επιπρόσθετοι όζοι, λεμφαδενοπάθεια, πλευριτική συλλογή ή συμμετοχή θωρακικού τοιχώματος. Η αιμοδυναμική συμπεριφορά ενός όζου μετά την ενδοφλέβια έγχυση σκιαγραφικού έχει ευαισθησία, αλλά δεν είναι ειδική κακοήθειας. Ενίσχυση του όζου < 15ΗU είναι ενδεικτική καλοήθειας.
    3. PET: Αποτελεί εξέταση εκλογής στη μελέτη μονήρους πνευμονικού όζου> 1cm στο να καθορίσει αν η βλάβη είναι καλοήθης ή κακοήθης.
    4. ΒΙΟΨΙΑ: Συνήθως διαδερμική δια λεπτής βελόνης (FNAB) πραγματοποιείται CT με καθοδήγηση υπό U/S. Χρησιμοποιείται με καλύτερα αποτελέσματα σε περιφερικούς όζους. Οι συχνότερες επιπλοκές της FNAB είναι η αιμορραγία και ο πνευμοθώρακας. Όταν το αποτέλεσμα της FNAB δεν είναι απόλυτα υπέρ κακοήθειας ή καλοήθειας ο ασθενής πρέπει να υποβάλλεται σε περαιτέρω έλεγχο και παρακολούθηση. Core - needle biopsy μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν η FNAB αποτυγχάνει να δώσει συγκεκριμένη διάγνωση και κυρίως σε περιπτώσεις καλοήθων βλαβών.


    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ
    Η απεικονιστική εκτίμηση του μονήρους πνευμονικού όζου είναι πολύπλοκη και αποτελεί πρόκληση για τον ακτινοδιαγνώστη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολύ συχνά τα απεικονιστικά ευρήματα είναι παρόμοια σε καλοήθεις και κακοήθεις βλάβες. Με τη χρήση των διαφόρων απεικονιστικών και διαγνωστικών τεχνικών (που περιγράφονται στο άρθρο) είναι σημαντικό όχι μόνο να αναδεικνύουμε και να αναγνωρίζουμε μικρούς κακοήθεις όγκους, όπου η εξαίρεση τους έχει ως αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά επιβίωσης, αλλά επίσης και να προφυλάσσουμε ασθενείς με καλοήθεις οντότητες από αδικαιολόγητες χειρουργικές επεμβάσεις.


Ε. Τριανταφύλλου
"ΓΝΑ Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"

This website uses cookies to manage authentication, navigation, and other functions. Accessing our website, you agree that we can use these types of cookies.

OK