Menu

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Βιβλιογραφική Ενημέρωση

  • Βελτιώνοντας την Παιδιατρική Ασφάλεια : Η Χρήση Προσομοίωσης για την Εκτίμηση της Ετοιμότητας των Ειδικευόμενων Ακτινολογίας στην Περίπτωση Αλλεργικής Αντίδρασης από την Ενδοφλέβια Χορήγηση Σκιαγραφικού
    Enhancing Pediatric Safety: Using Simulation to Assess Radiology Resident Preparedness for Anaphylaxis from Intravenous Contrast Media

    Gaca AM, Frush DP et al.
    Radiology ; 245 : 236 - 244, 2007

    Ο σκοπός της μελέτης είναι η ανάπτυξη και η δοκιμή ενός μοντέλου προσομοίωσης για την εκτίμηση της ετοιμότητας των ειδικευομένων ιατρών ακτινολογίας στην αντιμετώπιση απειλητικών για τη ζωή των εξεταζομένων καταστάσεων στο ακτινολογικό περιβάλλον.
    Δεκαεννιά ειδικευόμενοι ιατροί ακτινολογίας (10 άνδρες, 9 γυναίκες, μέσος όρος ηλικίας : 28,5 έτη) συμμετείχαν σε 2 σενάρια προσομοίωσης αλλεργικής αντίδρασης σε σκιαγραφικό : στο ένα υπήρχαν τα μέσα αναζωογόνησης ενώ στο άλλο όχι. Κάθε ειδικευόμενος εξέτασε και διαχειρίστηκε 2 προπλάσματα - έναν ασθενή 2 ετών και έναν άλλο 8-9 ετών - ως προς τον τύπο, την αλληλουχία, τη δοσολογία και τον τρόπο χορήγησης οποιασδήποτε παρέμβασης, συμπεριλαμβανομένων της χορήγησης φαρμάκων, της ειδοποίησης της ομάδας ανάνηψης και της χορήγησης οξυγόνου. Στη μελέτη καταγράφηκε η χρονική στιγμή κάθε παρέμβασης και εκτιμήθηκαν οι αντιδράσεις (χρόνος παραγγελίας, χρησιμότητα και τρόπος χορήγησης κάθε παρέμβασης) κάθε ειδικευόμενου. Η δοκιμασία ζεύγους t χρησιμοποιήθηκε για να εκτιμηθεί ο χρόνος παρέμβασης ανάμεσα στο σενάριο με τα απαιτούμενα μέσα αναζωογόνησης και σε αυτό χωρίς τα μέσα αυτά. Η δοκιμασία McNemar χρησιμοποιήθηκε για τη σύγκριση του ποσοστού των σωστών παρεμβάσεων ανάμεσα στα δύο σενάρια, στα οποία υπήρχαν τα μέσα αναζωογόνησης.
    Ο μέσος χρόνος ειδοποίησης της ομάδας ανάνηψης ήταν μικρότερος όταν δεν υπήρχαν τα μέσα αναζωογόνησης από ότι όταν αυτά ήταν διαθέσιμα (98 vs. 149 sec, P = .08). Ο μέσος χρόνος ζήτησης οξυγόνου και επινεφρίνης ήταν μικρότερος, όταν τα μέσα αναζωογόνησης ήταν διαθέσιμα (40 vs. 89 sec στη ζήτηση οξυγόνου, P = .016 ; 121 vs. 136 sec στη ζήτηση επινεφρίνης, P = .21). Η σωστή δοσολογία των χορηγούμενων φαρμάκων δεν παρουσίασε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο σεναρίων. Μόνο σε 5 από τα 38 σενάρια προσομοίωσης υπήρξε η κλήση της ομάδας ανάνηψης ως πρώτη θεραπευτική παρέμβαση. Η σωστή αλληλουχία των παρεμβάσεων (κλήση ομάδας ανάνηψης, χορήγηση οξυγόνου και μετά χορήγηση επινεφρίνης) πραγματοποιήθηκε μόνο από έναν ειδικευόμενο σε ένα σενάριο. Μόνο πέντε ειδικευόμενοι αναγνώρισαν ότι αντιμετώπιζαν μια αλλεργική αντίδραση στο σκιαγραφικό.
    Η εκπαίδευση των ειδικευομένων ιατρών ακτινολογίας σε προσομοιωτές είναι πολύτιμη και υποδηλώνει ότι η ετοιμότητά τους στην αντιμετώπιση περιπτώσεων παιδιατρικής αναφυλαξίας από την ενδοφλέβια χορήγηση σκιαγραφικών είναι ανεπαρκής. Ξεκάθαρα βήμα προς βήμα μέσα αναζωογόνησης είναι απαραίτητα στο ακτινολογικό περιβάλλον.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ: Να εκτιμηθεί η ετοιμότητα των ειδικευόμενων ιατρών ακτινολογίας για την αντιμετώπιση των αλλεργικών αντιδράσεων στη σκιαγραφική ουσία σε παιδιά.

  • Αντικατάσταση του Βαριούχου Υποκλυσμού με την Κολονογραφία με Υπολογιστική Τομογραφία σε Ασθενείς Μεγαλύτερους των 70 Ετών: Η Σημασία της Ανίχνευσης Εξωαυλικών Αλλοιώσεων
    Replacing Barium Enema with CT Colonography in Patients Older Than 70 Years : The Importance of Detecting Extracolonic Abnormalities

    Damian J.M. Tolan, Euan M. Armstrong et al.
    AJR ; 189 : 1104 - 1111, 2007.

    Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση της σημασίας των εξωαυλικών αλλοιώσεων σε ασθενείς μεγαλύτερους των 70 ετών, οι οποίοι παραπέμφθηκαν για κολονογραφία με υπολογιστική τομογραφία (CTC). Πραγματοποιήθηκε αναδρομική ανάλυση 400 ασθενών ηλικίας άνω των 70 ετών που υποβλήθηκαν σε CTC σε μία χρονική περίοδο 14 μηνών. Όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν απώλεια βάρους, αλλαγή των συνηθειών αφόδευσης, απώλεια αίματος από το ορθό, κοιλιακό άλγος ή αναιμία. Αυτά τα συμπτώματα οδήγησαν στην κλινική υποψία των αλλοιώσεων του κατώτερου γαστρεντερικού συστήματος. Ανιχνεύθηκαν 505 ανεξάρτητες εξωαυλικές αλλοιώσεις ανιχνεύθηκαν σε 268 από τους 400 ασθενείς (67%). Σημαντικές θεωρήθηκαν 193 παθολογικές καταστάσεις σε 116 ασθενείς. Από αυτές, 110 βλάβες (79%) ήταν προηγουμένως άγνωστες σε 96 από τους 400 ασθενείς (24%). Οι 49 από τους 400 ασθενείς (12.3%) είχαν τουλάχιστον μία κακοήθεια, συμπεριλαμβανομένων 23 εξωαυλικών και 29 ορθοκολικών κακοηθειών. Καρκίνο σε πρώιμο στάδιο (Τ1Ν0ΜΟ ή Τ2Ν0ΜΟ) είχαν 13 ασθενείς. Οι 20 είχαν από τους ασθενείς με καρκίνου του παχέος εντέρου είχαν σημαντικές, προηγουμένως άγνωστες, εξωαυλικές αλλοιώσεις, οι μισές από τις οποίες σχετίζονταν με τον πρωτοπαθή καρκίνο και οι άλλες μισές ήταν άσχετες με τις εξωαυλικές αλλοιώσεις.
    Συμπέρασμα : Σε ασθενείς μεγαλύτερους των 70 ετών, οι οποίοι εξετάζονται λόγω συμπτωμάτων από το κατώτερο γαστρεντερικό, τα ευρήματα της CTC παρέχουν ένα μεγάλο αριθμό νέων και σημαντικών εξωαυλικών αλλοιώσεων. Αυτό το εύρημα στοιχειοθετεί την ανάγκη στόχευσης αυτής της ομάδας ασθενών με CTC.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ: Η Υ.Τ. κολονογραφία μπορεί αξιόπιστα να αντικαταστήσει την εξέταση του βαριούχου υποκλυσμού σε άτομα μεγαλύτερα των 70 ετών για την ανίχνευση εξωαυλικών αλλοιώσεων.

  • Η Ακαθόριστη Τυχαία Ευρισκόμενη Μάζα του Επινεφριδίου στην Υπολογιστική Τομογραφία σε Ασθενείς χωρίς καρκίνο : Είναι Απαραίτητη η Περιατέρω Απεικόνιση ? Το Follow-up 321 Διαδοχικών Τυχαία Ευρισκόμενων Μαζών των Επινεφριδίων
    The Incidental Indeterminate Adrenal Mass on CT (> 10H) in Patients Without Cancer : Is Further Imaging Necessary ? Follow-up of 321 Consecutive Indeterminate Adrenal Masses

    Julie H. Song, Fakhra S. Chaudry et al.
    AJR ; 189 : 1119 - 1123, 2007

    Ο σκοπός της μελέτης ήταν να καθορίσει εάν είναι απαραίτητη η περαιτέρω εκτίμηση, απεικονιστικά, για τις τυχαία ευρισκόμενες και ακαθόριστες βλάβες των επινεφριδίων ( > 10 Η) στην Υπολογιστική Τομογραφία (ΥΤ) σε ασθενείς χωρίς γνωστή κακοήθεια.
    Η αναζήτηση των γνωματεύσεων ΥΤ από τον Ιανουάριο του 2000 έως το Δεκέμβριο του 2003 αναγνώρισε ασθενείς με ακαθόριστες, τυχαία ευρισκόμενες, αλλά με καλοήθη χαρακτηριστικά βλάβες των επινεφριδίων, οι οποίοι δεν είχαν κάποια γνωστή κακοήθεια και κλινικές εκδηλώσεις υπερλειτουργούσας μάζας των επινεφριδίων. Ασθενείς με διαγνωσθείσα μάζα των επινεφριδίων στην αρχική ΥΤ ή με ετερογενή μάζα αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Διακόσιοι ενενήντα ασθενείς με 321 μάζες εκπλήρωναν τα κριτήρια της μελέτης. Κάθε βλάβη καθορίστηκε ως καλοήθης ή κακοήθης με βάση την ιστοπαθολογία, τον χαρακτηρισμό με βάση τις απεικονιστικές μεθόδους ή με ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα 1 έτους σταθερότητας στην απεικόνιση ή 2 έτη σταθερότητας κατά την κλινική επανεκτίμηση.
    Από τις 321 βλάβες, 318 μάζες (99,1%) επιβεβαιώθηκε ότι ήταν καλοήθεις και κλινική ασήμαντες. Αυτές περιλαμβάνουν 3 (0,9%) ιστολογικά επιβεβαιωμένα αδενώματα, 198 (61,7%) απεικονιστικά χαρακτηριζόμενα ως αδενώματα, 5 (1,6%) άλλες καλοήθεις μάζες, 71 (22,1%) μάζες σταθερές κατά το απεικονιστικό follow-up και 41 (12,8%) μάζες κλινικά σταθερές. Υπήρχαν τρεις (0,9%) κλινικά μη ύποπτες λειτουργικές μάζες : ένα αδένωμα, το οποίο παρήγαγε κορτιζόλη και δύο φαιοχρωμοκυττώματα. Δεν υπήρχαν μεταστατικές βλάβες των επινεφριδίων, ακόμα και ανάμεσα στους 13 ασθενείς, οι οποίοι ανέπτυξαν σε άλλο σημείο του σώματος κακοήθεια σε μεταγενέστερο χρόνο.
    Όλες οι τυχαία ευρισκόμενες μάζες των επινεφριδίων με μία εξασθένηση της ΥΤ > 10 Η ήταν καλοήθεις σε ασθενείς χωρίς ιστορικό κακοήθειας. Η απεικόνιση κατά το follow-up για να χαρακτηριστεί μία τυχαία ευρισκόμενη μάζα φαίνεται να έχει περιορισμένο ρόλο σε αυτήν την ομάδα ασθενών.

    ΑΙΤΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ: Ο περαιτέρω απεικονιστικός έλεγχος των τυχαία ευρισκόντων μαζών στα επινεφρίδια με την ΥΤ ουσιαστικά δεν προσφέρει αξιόλογες πληροφορίες για τη φύση της βλάβης σε ασθενείς χωρίς ιστορικό κακοήθειας.

  • Η Υποβοηθούμενη από Ηλεκτρονικό Υπολογιστή Ανίχνευση Συμπαγών Όζων των Πνευμόνων στον Έλεγχο με Υπολογιστική Τομογραφία Πολλαπλών Τομών: Εκτίμηση της Εντόπισης, της Ανίχνευσης και του Χρόνου Αναγνώρισης
    Computer-Aided Detection of Solid Lung Nodules on Follow-Up MDCT Screening : Evaluation of Detection, Tracking and Reading Time

    Catherine Beigelman-Aubry, Phillipe Raffy et al.
    AJR ; 189 : 948 - 955, 2007

    Ο σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση της εντόπισης, της ανίχνευσης και του χρόνου αναγνώρισης συμπαγών πνευμονικών όζων > 4 mm σε ζεύγη εξετάσεων με υπολογιστική τομογραφία πολλαπλών τομών θώρακα (MDCT) χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ανίχνευσης υποβοηθούμενο από ηλεκτρονικό υπολογιστή (CAD).
    Από 54 ζεύγη χαμηλής δόσης MDCT εξετάσεων του θώρακα (1.25 mm collimation), δύο ακτινολόγοι με ειδικότητα στο θώρακα συμφώνησαν στην εκτίμηση ότι 25 εξετάσεις περιείχαν 52 οζίδια > 4 mm. Όλα τα ζεύγη εξετάσεων αξιολογήθηκαν στο σταθμό εργασίας του CAD - πρώτα χωρίς και μετά με την εισαγωγή του CAD - για την ανίχνευση των πνευμονικών οζιδίων. Μια υποομάδα από 33 ζεύγη εξετάσεων διαβάστηκε σε δεύτερο χρόνο στο καθημερινό σταθμό εργασίας και τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν ως προς το χρόνο αναγνώρισης με αυτά στο σταθμό εργασίας του CAD.
    Μετά την εισαγωγή στο CAD, η ευαισθησία της ανίχνευσης οζιδίων αυξήθηκε στατιστικά εντυπωσιακά και για τους 2 αναγνώστες (9,6% και 23% ; p < 0.025). Ένας καρκίνος, ο οποίος αρχικά είχε διαφύγει της προσοχής του ενός ακτινολόγου αναγνωρίστηκε σωστά με την εισαγωγή στο CAD. Ο συνολικός χρόνος ανάγνωσης στο σταθμό εργασίας του CAD και στο κλινικό σταθμό εργασίας ήταν συγκρίσιμος και για τους 2 ακτινολόγους. Κατά μέσο όρο, οι αναγνώστες ξόδευαν 4 - 5 λεπτά ανά περιστατικό για να διαβάσουν τα ζεύγη εξετάσεων στο σταθμό εργασίας του CAD και 6 - 8 δευτερόλεπτα για κάθε σημάδι CAD. Το σύστημα CAD αντιπαρέταξε επιτυχώς 91,3% των οζιδίων που ανιχνεύθηκαν και στις δύο εξετάσεις. Το συνολικό ποσοστό της διαθέσιμης εκτίμησης ανάπτυξης με το CAD ήταν 54,9% για όλα τα ζεύγη οζιδίων.
    Στο πλαίσιο της προσωρινής σύγκρισης των ελέγχων εξετάσεων MDCT, η ευαισθησία των ακτινολόγων στην ανίχνευση πνευμονικών οζιδίων > 4 mm αυξήθηκε σημαντικά (p < 0.025) με την εισαγωγή του CAD χωρίς να γίνεται συμβιβασμός στο χρόνο ανάγνωσης.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ: Η σημαντική βοήθεια, που προσφέρει ένα σύστημα ανίχνευσης υποβοηθούμενο από ηλεκτρονικό υπολογιστή.

  • Ο ρόλος της αποτιτάνωσης στη σταδιοποίηση της κυστικής εχινοκοκκίασης
    The Role of Calcification for Staging Cystic Echinococcosis

    Waldemar Hosch, Marija Stojkovic et al.
    Eur Radiol ; 17 : 2538 - 2545, 2007

    Μελετήθηκε η συχνότητα των αποτιτανωμένων κύστεων και η σημασία της αποτιτάνωσης ως σημείο αδράνειας στην κυστική εχινοκοκκίαση (CE). Εβδομήντα οκτώ ασθενείς (36 γυναίκες, 42 άνδρες, μέση ηλικία 40,8 +/- 16,9 έτη) με CE, οι οποίοι είχαν συνολικά 137 ενδοκοιλιακές κύστεις (116 ηπατικές, 3 σπληνικές, 1 νεφρική και 17 περιτοναϊκές) διαγνώστηκαν και παρακολουθήθηκαν με υπερηχοτομογραφία (U/S) κατά τη διάρκεια και μετά τη χορήγηση αλμπενδαζόλης ή ως τμήμα της τακτικής "παρακολουθώ και περιμένω", σημειώνοντας τις αλλαγές στο τοίχωμα της κύστης και στο περιεχόμενο. Σε 48 ασθενείς με 94 κύστεις η απεικόνιση με υπολογιστική τομογραφία (ΥΤ) ήταν επιπλέον διαθέσιμη και τα ευρήματά της συσχετίζονταν με εκείνα του U/S. Το κυστικό τοίχωμα ταξινομήθηκε ως : 1. "πασπαλισμένο", 2. "κελυφοειδές", 3. "κυκλικό". Αποτιτάνωση του κυστικού τοιχώματος ή / και του περιεχόμενου της ανιχνεύθηκε σε 67 εχινοκοκκικές κύστεις (48,9% όλων κύστεων) σε 39 ασθενείς (15 γυναίκες, 24 άνδρες, 40,8 + / - 14,8 έτη). Από το σύνολο αυτό των 67 κύστεων, μόνο 23 ήταν συμβατές με τον τύπο CE5 του WHO, 18 με τύπο CE4 του WHO. Με βάση του κυστικό περιεχόμενο, οι υπόλοιπες 26 κύστεις ήταν τύπου CE1, CE2 και CE3 κατά WHO (n=1, n=8 & n=17 αντίστοιχα). Σε μία χρονική περίοδο κατά μέσο όρο 34,3 μηνών (+ / - 21,3 μήνες) στην πλειονότητα των κύστεων (n=32) δεν παρατηρήθηκε καμιά αλλαγή στο περιεχόμενο και στο τοίχωμά τους. Σημεία προοδευτικού εκφυλισμού παρατηρήθηκαν σε 14 κύστεις και σε 5 κύστεις (όλες τύπου CE3 κατά WHO) σημεία ανανεωμένης δραστηριότητας οριζόμενη από την υποτροπιάζουσα συλλογή υγρού. Σε 16 κύστεις, δεν υπήρχε δυνατότητα follow-up λόγω χειρουργικής επέμβασης ή αποχώρησης του ασθενή. Η αποτιτάνωση της κύστης δεν περιορίζεται στους αδρανείς τύπους CE4 και CE5 κατά WHO αλλά συμβαίνει σε όλα τα στάδια και στο 50% των κύστεων. Η πληρότητα και, το κυριότερο, η σταθερότητα της εδραίωσης του κυστικού περιεχομένου με την πάροδο του χρόνου προβλέπει την αδράνεια της κύστης πιο αξιόπιστα.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ: Η αποτιτανωμένη εχινόκοκκος κύστη δεν παρατηρείται μόνο σε αδρανή κυστική εχινοκοκκίαση αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε όλα τα στάδια της νόσου.

  • Επιμένοντα Πνευμονικά Οζίδια Πυκνότητας Θολής Υάλου με Λεπτές Τομές Υπολογιστικής Τομογραφίας: Ιστοπαθολογικές Συγκρίσεις
    Persistent Pulmonary Nodular Ground-Glass Opacity at Thin Section CT : Histopathologic Comparisons

    Ha Yung Kim, Young Mog Shim et al.
    Radiology ; 245 : 267 - 275, 2007

    Ο σκοπός είναι αναδρομική σύγκριση πνευμονικών οζιδίων πυκνότητας θολής υάλου (ground-glass, GGO) που παρατηρείται σε λεπτές τομές υπολογιστικής τομογραφίας (ΥT) με τα ιστοπαθολογικά ευρήματα. Ιστοπαθολογικά δείγματα πάρθηκαν από 53 GGO από 49 ασθενείς. Οι ΥT εκτιμήθηκαν ως προς το μέγεθος, το σχήμα, το περίγραμμα, τα εσωτερικά χαρακτηριστικά και την παρουσία υπεζωκοτικής ετικέτας. Τα ευρήματα αυτά συγκρίθηκαν με τα ιστοπαθολογικά αποτελέσματα. Οι διαφορές στα ευρήματα των εξετάσεων ΥT σε σχέση με τα ιστοπαθολογικά αποτελέσματα αναλύθηκαν με τη χρήση της δοκιμασίας Kruskal - Wallis ή Fisher. Από τα 53 οζίδια στους 49 ασθενείς (20 άνδρες, 29 γυναίκες ; μέση ηλικία 54 έτη ; εύρος 29 - 78 έτη), τα 40 (75%) διαπιστώθηκε ότι ήταν βρογχοκυψελιδικό καρκίνωμα (BAC) (n=36) ή αδενοκαρκίνωμα με κυρίαρχο το BAC συστατικό (n=4), τρία (6%) άτυπη αδενωματώδης υπερπλασία και 10 (19%) μη ειδική ίνωση ή οργανωμένη πνευμονία. Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στα μορφολογικά ευρήματα των λεπτών τομών ΥT μεταξύ των 3 αυτών παθολογικών καταστάσεων (Ρ > 0.05). Ένα πολυγωνικό σχήμα (25%, 10 από τα 40 οζίδια) και μια λοβωτή ή ακτινωτή παρυφή (45%, 18 από τα 40 οζίδια) στα BAC ή στο αδενοκαρκίνωμα με κυρίαρχο το BAC συστατικό προκλήθηκαν από διάμεση ίνωση ή διηθητική ανάπτυξη του όγκου. Ένα πολυγωνικό σχήμα και μια λοβωτή ή ακτινωτή παρυφή παρατηρήθηκαν σε 2 (20%) και 3 (30%) από τα 10 οζίδια, αντίστοιχα, στην οργανωμένη πνευμονία / ίνωση, τα οποία οφείλονται σε κοκκιωματώδη ιστό ευθυγραμμισμένο σε σειρά σε περιλοβιακές περιοχές με ή χωρίς πάχυνση ενδολοβιακών διαφραγματίων.
    Περίπου το 75% των επιμενόντων πνευμονικών GGO οζιδίων αποδίδονται σε BAC ή σε αδενοκαρκίνωμα με κυρίαρχο το BAC συστατικό και σε λεπτές τομές ΥΤ αυτά τα οζίδια δεν εμφανίζουν μορφολογικούς χαρακτήρες τέτοιους, που να τα διαχωρίζουν από άλλα GGO οζίδια με διαφορετικούς, όμως, ιστοπαθολογικούς χαρακτήρες.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΡΘΡΟΥ: Οι λεπτές τομές ΥΤ δεν είναι ειδικές για να διαχωρίσουν κακοήθεις από άλλης φύσεως πνευμονικούς όζους.

Αστροπεκάκη Ευαγγελία
Γ.Ν. Ηρακλείου "Βενιζέλειο-Πανάνειο"

Αυτή η σελίδα χρησιμοποιεί cookies για να διαχειριστεί τα στοιχεία χρήσης, στατιστικά πλοήγησης και άλλες λειτουργίες. Επισκεπτόμενοι τη σελίδα μας συμφωνείτε οτι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε cookies.

OK