205
Χ. Μασκαλίδης και συν. Βιοψίες παγκρέατος
αδενοκαρκίνωμα, καθώς όλοι σχεδόν οι παγκρεατικοί
όγκοι συνδέονται και πιθανότατα προκαλούν, μέσω
της καταστροφής αδενίων και πόρων του παγκρέατος,
διάφορους βαθμούς ιστολογικής παγκρεατίτιδας
24
.
Επιπλέον, το αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος
συνδέεται συχνά με ισχυρή δεσμοπλαστική αντίδραση,
με αποτέλεσμα ν΄ αυξάνεται η πιθανότητα λήψης μη
νεοπλασματικών κυττάρων, όταν ληφθούν δείγματα
από περιοχή δεσμοπλαστικού στρώματος (desmoplastic
stroma)
5
. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ακόμη και η βιοψία
κατά τη διάρκεια διερευνητικής λαπαροτομίας μπορεί
ν’ αποβεί αρνητική. Η λήψη περισσότερων βιοπτικών
κυλίνδρων από διαφορετικά σημεία του όγκου μπορεί
να βοηθήσει στη λήψη του κατάλληλου υλικού, ώστε
να τεθεί η τελική διάγνωση. Η τακτική αυτή εφαρ-
μόστηκε σε 5 τουλάχιστον περιστατικά της μελέτης,
όπου ελήφθησαν 6 έως 10 βιοπτικοί κύλινδροι από
ασθενείς, στους οποίους ιστολογικά διαγνώσθηκε
αδενοκαρκίνωμα της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέ-
ατος με συνοδό ισχυρή δεσμοπλαστική αντίδραση
(Εικόνα 5). Όταν η διαδερμική βιοψία και η βιοψία
κατά τη διάρκεια της διερευνητικής λαπαροτομίας
είναι αρνητικές, μόνο το δείγμα που λαμβάνεται στη
χειρουργική επέμβαση κατάWhipple, μπορεί να θέσει
την τελική ιστολογική διάγνωση.
Παρόμοιες τεχνικές λήψης πολλών δειγμάτων από
όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία του όγκου, εφαρ-
μόζονται στην περίπτωση διερεύνησης της ανάπτυξης
αδενοκαρκινώματος του παγκρέατος σε έδαφος χρόνι-
ας παγκρεατίτιδας ή σε περιστατικά όγκων με παρουσία
εκτεταμένης νέκρωσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις
αυτές, πρέπει ν’ αποφεύγεται η δειγματοληψία από
τις νεκρωτικές περιοχές.
Τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να
οφείλονται σε τεχνικές δυσκολίες ή αστοχίες κατά
τη διάρκεια της βιοψίας. Η μετατόπιση της βελόνας
εκτός στόχου κατά τη διάρκεια της βιοψίας και η
χρησιμοποίηση βελόνας μικρού μεγέθους μπορεί
να οδηγήσουν σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα.
Η βελόνα 22G μπορεί να προκαλέσει καταστροφή
της αρχιτεκτονικής του ιστού. Να σημειωθεί, πως στο
εργαστήριό μας χρησιμοποιούνται βελόνες 18G.
Επιπλέον, απαρχαιωμένες τεχνικές αυξάνουν το
ποσοστό αποτυχίας. Είναι γνωστό, πως τ’ αυτόματα
πιστόλια βιοψίας επιτρέποντας μεγαλύτερη ταχύτητα
της βελόνας βιοψίας, εξασφαλίζουν την καλύτερη
ποιότητα του ιστολογικού δείγματος.
Το μέγεθος της βλάβης επηρεάζει το ποσοστό επι-
τυχίας στις βιοψίες του παγκρέατος. Όσο μικρότερη
είναι η βλάβη, τόσο δυσκολότερη είναι η τοποθέτηση
της βελόνας, με αποτέλεσμα ν’ αυξάνεται η πιθανότητα
αποτυχίας
5
.
Αν η αρχική βιοψία είναι αρνητική, μπορεί να ε-
φαρμοστεί επαναληπτική βιοψία, λαμβάνοντας πάντα
υπόψη την επιλογή του ίδιου του ασθενούς, καθώς
και την κατάστασή του. Η απόφαση για επανάληψη
της βιοψίας βασίζεται πρωτίστως στο γεγονός ότι
παρά τα αρνητικά ιστολογικά αποτελέσματα, τόσο τα
κλινικά όσο και τα απεικονιστικά δεδομένα θέτουν
την υπόνοια νεοπλάσματος
5
. Το ποσοστό επιτυχίας
αγγίζει το 87% και κυμαίνεται στα ίδια περίπου επί-
πεδα με την αρχική βιοψία (90%)
8
. Ο χρόνος, που
πρέπει να μεσολαβήσει μεταξύ δύο βιοψιών είναι ένας
σημαντικός παράγοντας, που πρέπει να καθοριστεί.
Κατά μέσο όρο το διάλειμμα πριν από την επανάληψη
είναι 14 ημέρες. Η εφαρμογή μεγαλύτερου αριθμού
διόδων της βελόνας βιοψίας (needlepasses) για τη
λήψη δειγμάτων από περισσότερα σημεία της βλάβης
είναι ο κανόνας κατά τη διεξαγωγή των επαναληπτι-
κών βιοψιών. Στη μελέτη μας επαναληπτική βιοψία
εφαρμόστηκε σε έναν ασθενή, στον οποίο το δεύτερο
ιστολογικό δείγμα ήταν θετικό για αδενοκαρκίνωμα
του παγκρέατος, ενώ ελήφθησαν 6 ιστικοί κύλινδροι
από διαφορετικά σημεία της βλάβης, σε αντιδιαστολή
με τους 2 βιοπτικούς κυλίνδρους του δείγματος της
πρώτης βιοψίας.
Η διαδερμική βιοψία του παγκρέατος θεωρείται
γενικά ασφαλής μέθοδος. Το ποσοστό επιπλοκών
κυμαίνεται από 0,5-3%
4
. Η χρήση μεγαλύτερης βε-
λόνας, προϋπόθεση απαραίτητη για τη διαφύλαξη της
αρχιτεκτονικής του ιστού, δεν αυξάνει τον κίνδυνο
των επιπλοκών. Εξαιρετικά μικρή είναι η πιθανότητα
εμφύτευσης κατά μήκος της οδού, που ακολουθεί η
βελόνα. Γενικά για τις διαδερμικές βιοψίες στην κοιλία
κυμαίνεται από 0,003% έως 0,009%
4
.
Οι επιπλοκές θα μπορούσαν να διαχωριστούν σε
ελάσσονος και μείζονος σημασίας.
Στην πρώτη κατηγορία των άνευ σημασίας επιπλοκών
θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τα ασήμαντα κλινικά
συμβάντα, όπως ο πόνος που αντιμετωπίζεται επιτυχώς
με αναλγητικά, καθώς και εργαστηριακά ευρήματα
χωρίς κλινική συμπτωματολογία (αμυλάση, λιπάση,
CRP). Εδώ, συγκαταλέγονται ασυμπτωματικά απεικο-
νιστικά ευρήματα, όπως μικρή αιμορραγία κατά μήκος
της πορείας, που ακολούθησε η βελόνα της βιοψίας
ή οίδημα στην περιοχή εισόδου της βελόνας.
Μείζονες επιπλοκές αποτελούν εκείνα τα συμβάματα,
που απαιτούν ειδικές θεραπευτικές επεμβάσεις, όπως
η οξεία παγκρεατίτιδα, η χολαγγειίτιδα, αέρας στην
κοιλότητα της κοιλίας, λόγω διάτρησης του στομάχου