97
Ι. Μοσχούρης & συν.
Απεικονιστικά κριτήρια αξιολόγησης ανταπόκρισης κακοηθών ηπατικών όγκων μετά από περιοχική επεμβατική θεραπεία
με τις συμβατικές μεθόδους και <10 mm με την ελι-
κοειδή CT καθώς και αρκετές άλλες νεοπλασματικές
εκδηλώσεις, (λεπτομηνιγγική νόσος, ασκίτης, υπεζω-
κοτική και περικαρδιακή συλλογή, λεμφαγγειακή δι-
ασπορά των πνευμόνων κλπ.). Ο αριθμός των μετρή-
σιμων βλαβών στόχων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις
10 συνολικά και τις 5 ανά όργανο. Για τη μέτρηση του
μεγέθους των βλαβών στόχων χρησιμοποιείται μία
μόνο διάσταση και όχι το γινόμενο δύο διαστάσεων.
Συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται η μέγιστη εγκάρσια δι-
άμετρος των βλαβών στόχων, απλουστεύοντας έτσι τις
μετρήσεις σε σχέση με το σύστημα WHO. Σύμφωνα
με τα RECIST 1.0, σαν πλήρης ανταπόκριση ορίζεται
η πλήρης εξαφάνιση όλων των βλαβών στόχων ενώ
η μείωση κατά
≥
30% του αθροίσματος των μεγαλύτε-
ρων διαστάσεων θεωρείται σαν μερική ανταπόκριση.
Αντίθετα, σαν πρόοδος νόσου ορίζεται η αύξηση κατά
≥
20% του αθροίσματος των μεγαλύτερων διαστάσεων
των βλαβών στόχων ή η εμφάνιση μιας ή περισσότε-
ρων νέων βλαβών. Τέλος, σαν σταθερή νόσος ορίζε-
ται είτε η μη επαρκής μείωση (<30%) για να υπάρχει
μερική ανταπόκριση ή η μη επαρκής αύξηση (<20%)
για να υπάρχει επιδείνωση της νόσου. Η συνολική α-
νταπόκριση προσδιορίζεται από τον συνδυασμό των α-
νταποκρίσεων στις μετρητές και μη μετρητές βλάβες. Η
αντικειμενική ανταπόκριση (Objective Response-OR),
προκύπτει από το άθροισμα των περιπτώσεων μερικής
και πλήρους ανταπόκρισης. Το 2009 έγιναν περαιτέρω
τροποποιήσεις στο σύστημα RECIST 1.0, και προέκυ-
ψε το σύστημα RECIST 1.1
8
. Η έκδοση αυτή προβλέ-
πει έως 5 (αντί για 10) βλάβες-στόχους συνολικά και
έως 2 (αντί για 5) βλάβες-στόχους ανά όργανο, συντο-
μεύοντας έτσι τις μετρήσεις. Σχετικά με τους λεμφαδέ-
νες, το RECIST 1.1 θεωρεί ως παθολογικούς εκείνους
με short-axis διάμετρο τα 10 χιλ., ενώ για να θεωρη-
θεί ένας λεμφαδένας σαν βλάβη-στόχος, πρέπει η δι-
άμετρος αυτή να είναι τουλάχιστον 15χιλ. Επίσης, για
να θεωρηθεί μια περίπτωση σαν προϊούσα νόσος κα-
τά RECIST 1.1, θα πρέπει, επιπλέον της αύξησης κατά
≥
20% του αθροίσματος των μεγαλύτερων διαστάσεων
των βλαβών στόχων, να υπάρχει και αύξηση στο από-
λυτο μέγεθος των βλαβών στόχων κατά 5 χιλ. τουλάχι-
στον. Τέλος στο RECIST 1.1 λαμβάνονται υπ’ όψιν (αν
υπάρχουν) και τα ευρήματα του FDG-PET, αλλά μό-
νο σαν συμπληρωματικά των ευρημάτων της CT ή MR.
Τα παραπάνω κριτήρια βασίζονται σε γραμμικές
μετρήσεις των βλαβών στόχων, θεωρώντας, χάριν α-
πλότητος, ότι οι βλάβες αυτές έχουν σφαιρικό σχή-
μα. Αυτό όμως συχνά είναι υπεραπλούστευση, κα-
θώς αρκετοί όγκοι (κυρίως οι μεγάλοι) έχουν ακα-
νόνιστο σχήμα, ή μπορεί να αποκτήσουν τέτοιο στην
πορεία της θεραπείας
9
. Στις περιπτώσεις αυτές, η ο-
γκομετρική μελέτη των βλαβών-στόχων πριν και μετά
τη θεραπεία φαίνεται ότι προσφέρει πιο αντικειμενι-
κή εκτίμηση της ανταπόκρισης. Η ογκομετρική μελέ-
τη είναι σαφώς πιο περίπλοκη από τις γραμμικές με-
τρήσεις, μπορεί όμως να γίνει σε εξετάσεις CT ή MR,
με κατάλληλο λογισμικό και με αυτόματο ή ημιαυτό-
Εικόνα 2:
Έλεγχος του αποτελέσματος ενδαρτηριακού χημειοεμβολισμού σε ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα με μαγνητική τομο-
γραφία (εγκάρσιες τομές, Τ1 ακολουθία, με καταστολή του λίπους και μετά ενδοφλέβια χορήγηση γαδολινίου). Προεπεμβατικά
(Α), ο όγκος (βέλη) παρουσιάζει έντονη αρτηριακή ενίσχυση σχεδόν σε όλη την έκτασή του. Η μέγιστη εγκάρσια διάμετρος του
όγκου σχεδόν συμπίπτει με τη μέγιστη διάμετρο του ενισχυόμενου τμήματος αυτού. Ένα μήνα μετά την επέμβαση (Β), υπάρχει
ελαφρά μείωση του συνολικού μεγέθους του όγκου (μείωση της μέγιστης εγκάρσιας διαμέτρου κατά 15% περίπου ), αλλά σα-
φής σμίκρυνση του ενισχυόμενου τμήματος αυτού (βέλος) με μείωση της μέγιστης εγκάρσιας διαμέτρου του τμήματος αυτού κατά
56% περίπου . Δεν υπήρχαν άλλες βλάβες. Κατά RECIST παρατηρείται σταθερή νόσος, ενώ κατά mRECIST, μερική ανταπόκριση.