Page 36 - Aktinologia 02-14

Basic HTML Version

Ελληνική Ακτινολογία, Τόμος 45, Τεύχος 2-3, 2014
84
τηγορία πολυοστικής ινώδους δυσπλασίας σε συν-
δυασμό με ενδοκρινοπάθεια. Συναντάται σε παιδιά
και νεαρούς ενήλικες ηλικίας 5-30 ετών, συχνότε-
ρα στα κορίτσια. Εντοπίζεται αρχικά στη μετάφυση
ή στη διάφυση των μακρών οστών του μηριαίου και
της κνήμης, στις θωρακικές πλευρές, τη γνάθο και
τη βάση του κρανίου, ενώ λιγότερο συχνά εμφανί-
ζεται στο βραχιόνιο και το αντιβράχιο
13
. Κλινικά η
μονοστική μορφή μπορεί να είναι ασυμπτωματική
και να διαγνωσθεί ως τυχαίο ακτινογραφικό εύρη-
μα ή να παρατηρηθεί πόνος και χωλότητα όταν ε-
ντοπίζεται στον αυχένα του μηριαίου οστού ή ακό-
μα τοπική διόγκωση στα μαλακά μόρια προκειμέ-
νου για οστά, όπως η κνήμη ή η γνάθος. Η κλινική
εικόνα και οι οστικές αλλοιώσεις είναι πιο σοβαρές
στην πολυοστική μορφή, με τη χαρακτηριστική εικό-
να του ραιβού ισχίου όταν η εντόπιση είναι στον αυ-
χένα του μηριαίου, καθώς και η εικόνα του κεντρι-
κού μηριαίου δίκην «μαγκούρας του βοσκού». Τα
οστά που προσβάλλονται εμφανίζουν διάταση του
αυλού, γωνιώδεις παραμορφώσεις, ενώ συχνά πα-
ρουσιάζουν παθολογικά κατάγματα. Απεικονιστικά
οι βλάβες εμφανίζονται ως μία διάχυτη ή κυστική α-
ραιωτική περιοχή με λέπτυνση του φλοιού, απώθη-
σή του και διάταση του αυλού. Η ακτινογραφική πυ-
κνότητα της βλάβης ποικίλλει ανάλογα με το ποσο-
στό του παραγόμενου στην περιοχή της αλλοίωσης
ανώριμου οστού. Αν η βλάβη είναι μικρή, θα φαίνε-
ται ακτινοδιαυγαστική συγκριτικά με το παρακείμενο
υγιές οστούν. Αν υπάρχει λέπτυνση φλοιού, και η ι-
νώδης δυσπλασία έχει επεκταθεί και έχει αντικατα-
στήσει το μεγαλύτερο μέρος του υγιούς οστού, πα-
ρατηρείται χαρακτηριστική εικόνα, δίκην θολής υ-
άλου. Αντίθετα, στο κρανίο οι αλλοιώσεις έχουν ο-
στεοσκληρυντικά χαρακτηριστικά. Η διαφοροδιά-
γνωσή της σε μικρές μονήρεις βλάβες περιλαμβά-
νει την ιστιοκύττωση, το εγχόνδρωμα και την απλή
οστική κύστη. Η πολυ-οστική μορφή διαγιγνώσκε-
ται με απλές ακτινογραφίες.
Δύο ακόμα οντότητες που δεν αποτελούν εξ ορι-
σμού καλοήθεις όγκους των οστών αλλά η απεικό-
νισή τους μπορεί να δημιουργήσει διαφοροδιαγνω-
στικά προβλήματα είναι η οστεομυελίτιδα και οι φαι-
οί όγκοι των οστών.
Η οστεομυελίτιδα είναι η πιο συχνή μικροβιακή
φλεγμονή των οστών, μπορεί να προσβάλλει οποιο-
δήποτε οστό, εμφανίζεται ωστόσο συχνότερα στις με-
ταφύσεις των μακρών οστών (το 70% των περιπτώσε-
ων εντοπίζεται στο μηριαίο και την κνήμη), σε παιδιά
μικρότερα των 5 ετών (Εικόνες 10 και 11)
14
. Το συ-
χνότερο μικροβιακό αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλό-
κοκκος. Κλινικά μπορεί να χαρακτηρίζεται από γενι-
κά συμπτώματα όπως πυρετό (με ή χωρίς ρίγος), αί-
σθημα κακουχίας καθώς και τοπικό άλγος, οίδημα,
ερυθρότητα και θερμότητα. Η κύρια συμβολή του α-
κτινογραφικού ελέγχου σε περιπτώσεις λοιμώξεων
του μυοσκελετικού συστήματος είναι για να αποκλει-
στούν έτερης αιτιολογίας εστιακές αλλοιώσεις όπως
κατάγματα ή κακοήθεις οστικοί όγκοι, που θα μπο-
ρούσαν να παρουσιάζουν ανάλογη κλινική εικόνα.
Απεικονιστικά μπορεί να μην παρατηρούνται αλλοι-
ώσεις μέχρι τις δύο πρώτες εβδομάδες. Στα αρχικά
ευρήματα συγκαταλέγεται το εν τω βάθει οίδημα των
μαλακών μορίων, στη συνέχεια η υπέγερση περιοστέ-
ου, επασβεστώσεις, οστεοπενία, λυτικές ή σκληρυντι-
κές βλάβες, διάσπαση του φλοιού ή ενδαρθρική συλ-
Εικόνα 10:
Ακτινογραφία
γόνατος (F):
Λυτική αλλοίωση
κνήμης στο
εγγύς τμήμα
της διάφυσης,
που φαίνεται
ότι επεκτείνεται
στη μετάφυση
(οστεομυελίτιδα).
Εικόνα 11:
Αξονική
Τομογραφία
γόνατος (CT):
Λυτική αλλοίωση
άπω διάφυσης
μηριαίου οστού,
που επεκτείνεται
στη μετάφυση.
Η αλλοίωση έχει
ευρεία ζώνη
μετάπτωσης,
ενώ εντός αυτής
παρατηρείται
ιστός πυκνότητας
οστού
(οστεομυελίτιδα).