83
Θ.Ν. Σπυριδόπουλος, & συν.
Καλοήθεις όγκοι των οστών σε παιδιά και εφήβους : σύνοψη των απεικονιστικών ευρημάτων και διαγνωστική προσέγγιση
μενο ίνωμα, την ανευρυσματική κύστη, το μονήρες
ηωσινόφιλο κοκκίωμα, το εγχόνδρωμα, τη μονήρη
οστική κύστη. Η μονήρης οστική κύστη αποτελεί λυ-
τική αλλοίωση που συναντάται συνήθως σε άρρενες
ηλικίας 5-15ετών, είναι δε δυνατόν να εμφανιστεί
από νηπιακή ηλικία (Εικόνα 8). Εντοπίζεται κυρίως
στη μετάφυση των μακρών οστών (κατά προτίμηση
στην άνω μετάφυση του βραχιονίου με συχνότητα
50%, του μηριαίου και της κνήμης), ενώ με μικρό-
τερη αναλογία συναντάται και στα οστά της σπον-
δυλικής στήλης, την πτέρνα και τον αστράγαλο
11
. Η
μονήρης κύστη χαρακτηρίζεται ανάλογα με το πό-
σο στενά γειτνιάζει με τον συζευκτικό χόνδρο ως ε-
νεργή (απόσταση μικρότερη του 0.5cm από τον συ-
ζευκτικό χόνδρο, με μεγαλύτερη πιθανότητα αύξη-
σης) ή αδρανής (έχει απομακρυνθεί από τον συζευ-
κτικό χόνδρο, λόγω σκελετικής ανάπτυξης και η ί-
δια η κύστη θεωρητικά έχει χάσει την ικανότητα για
περαιτέρω αύξηση σε μέγεθος, αν και στην πράξη
συνεχίζει να έχει και η αδρανής κύστη δυναμικό α-
νάπτυξης, όπως φαίνεται με την πάροδο του χρό-
νου και από τις υποτροπές της βλάβης μετά από θε-
ραπεία). Η κύστη καλύπτεται εσωτερικά από λεπτό
ινώδη υμένα και περιέχει αχυρόχροο ή οροαιμα-
τηρό υγρό που μπορεί να γίνει αιμορραγικό υγρό
(ή πήγμα ή κοκκιώδη ή οστεο-ινώδη ιστό) μετά α-
πό παθολογικό κάταγμα. Συνήθως διαγιγνώσκεται
λόγω τοπικού άλγους, αλλά μπορεί να είναι και α-
συμπτωματική βλάβη, με πρώτο κλινικό εύρημα έ-
να παθολογικό κάταγμα. Τα χαρακτηριστικά ακτι-
νολογικά ευρήματα είναι: α) ενδοαυλική, κεντρι-
κή εντόπιση, β) μεταφυσιακή βλάβη που επεκτείνε-
ται έως τον συζευκτικό χόνδρο αλλά συνήθως δεν
τον διαπερνά. Ο φλοιός ισοϋψώς μπορεί να λεπτύ-
νεται και το οστούν να παρουσιάζει μικρή διάτασή
του, χωρίς ωστόσο διάσπαση αυτού. Αντιδραστική
ή περιοστική εναπόθεση οστού δεν παρατηρείται ε-
κτός αν μεσολαβήσει κάταγμα. Σε περίπτωση μη ε-
πιπεπλεγμένης οστικής κύστης απεικονίζεται ως μί-
α μονόχωρη διαυγαστική περιοχή, αλλά μπορεί να
γίνει πολύχωρη μετά από παθολογικό κάταγμα λό-
γω σχηματισμού εσωτερικών οστικών διαφραγμά-
των. Το παθογνωμονικό ακτινολογικό χαρακτηρι-
στικό της μονήρους κύστης είναι το “fallen fragment
sign”, το οποίο αντιπροσωπεύει τεμάχιο κατεαγότος
φλοιού που εντοπίζεται στο κατωφερέστερο επίπε-
δο της κύστης που πληρούται από υγρό (παρόν σε
λιγότερο από 10% των περιπτώσεων). Η διαφορο-
διάγνωσή της περιλαμβάνει την ανευρυσματική κύ-
στη, τη μονοστική ινώδη δυσπλασία και το άτυπο η-
ωσινόφιλο κοκκίωμα.
Η ανευρυσματική κύστη των οστών αποτελεί κυ-
στική βλάβη που εμφανίζεται με αυξημένη συχνότη-
τα στις ηλικίες μεταξύ 5-20 ετών, εξίσου και στα δύο
φύλα (Εικόνα 9). Είναι σπανιότερη από τη μονήρη κύ-
στη και εντοπίζεται στη μετάφυση των μακρών οστών,
συνήθως του μηριαίου και της κνήμης, και σε ποσο-
στό 20% περίπου στους σπονδύλους και στα πλατέ-
α οστά του κρανίου, στο στέρνο, την κλείδα, την ά-
κρα χείρα και τον άκρο πόδα
12
. Σπάνια έχουν ανα-
φερθεί περιπτώσεις ασθενών με ανευρυσματικές κύ-
στεις που διαπερνούν τον φραγμό του συζευκτικού
χόνδρου προς την επίφυση ή επεκτείνονται προς τη
διάφυση. Κλινικά εκδηλώνεται με τοπικό άλγος και
ευαισθησία στην πίεση, ενώ σε πιο προχωρημένα
στάδια εμφανίζεται ως διόγκωση που είναι κλινικά
εμφανής στα οστά που είναι προσβάσιμα ψηλαφη-
τικά. Όταν η ανευρυσματική κύστη εντοπίζεται στη
σπονδυλική στήλη, μπορεί καθώς προοδευτικά αυ-
ξάνεται σε μέγεθος, να προκαλέσει πιεστικά φαινό-
μενα στο νωτιαίο μυελό ή σε παρακείμενες νευρικές
ρίζες. Ακτινολογικά, στα αρχικά στάδια απεικονίζε-
ται ως μια έκκεντρη οστεολυτική βλάβη ή ως μια μι-
κρή ανάσπαση του περιοστέου χωρίς εικόνα ενδομυ-
ελικής βλάβης, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται εκτε-
ταμένη ταχεία οστική λύση, εστιακή καταστροφή του
φλοιού, και περιοστική αντίδραση (μορφολογίας τρί-
γωνου Codman) στα όρια της βλάβης, με συνοδό δι-
όγκωση του οστού και τέλος, κατά τη φάση της στα-
θεροποίησης η βλάβη αυξάνει αργά σε μέγεθος, και
το περιόστεο έχει ικανό χρόνο να εναποθέσει νέο ο-
στούν, οπότε η κύστη εμφανίζει διεύρυνση με ομα-
λά όρια, ενδομυελικά δοκιδώδη εικόνα (ή δικην φυ-
σαλίδων) και στην περιφέρειά της σκληρυντικά όρια.
Μια συχνά χρησιμοποιούμενη ταξινόμηση διαχωρίζει
τις ανευρυσματικές κύστεις σε ανενεργές (χαρακτη-
ρίζονται από πλήρες περιοστικό κέλυφος, με τα εν-
δοστικά όρια σαφώς καθοριζόμενα από σκληρυντι-
κή άλω), ενεργείς (ατελές περιοστικό περίβλημα και
σαφώς καθοριζόμενα ενδοστικά όρια), ενώ επιθετι-
κές χαρακτηρίζονται οι ανευρυσματικές κύστεις που
δεν δείχνουν κανένα σημείο επανορθωτικής οστεο-
γένεσης, απουσία περιοστικού κελύφους κι έχουν α-
σαφή ενδοστικά όρια.
Η ινώδης δυσπλασία αποτελεί μία καλοήθη παθο-
λογία των οστών, στην οποία παρατηρείται αποτυχία
εξέλιξης του ανώριμου οστού σε ώριμο πεταλιώδες
οστούν. Εμφανίζεται κυρίως σε δύο μορφές: α) τη
μονοστική (70% των περιπτώσεων) και β) την πολυ-
οστική (30%). Υπάρχει και μια σπανιότερη τρίτη κα-