125
X. Μασκαλίδης και συν. Η μαγνητική φασματοσκοπία στη διερεύνηση του πολύμορφου γλοιοβλαστώματος
της κάθε καταγραφόμενης κορυφής στο πεδίο των
συχνοτήτων σχετίζεται με το χημικό περιβάλλον του
συγκεκριμένου πυρήνα και εκφράζεται σε ppm (parts
per million), (χημική μετάθεση). Άλλες παράμετροι,
που χαρακτηρίζουν την κάθε κορυφή είναι το ύψος
(height), δηλαδή η μέγιστη ένταση του σήματος και
το πλάτος της κορυφής στη μεσότητα του ύψους, που
δίνει πληροφορίες σχετικά με τον εκάστοτε χρόνο
χαλάρωσης (χρόνος επιστροφής σε κατάσταση ηρε-
μίας-relaxation time).
Η χρήση του πυρήνα του υδρογόνου στη μαγνη-
τική φασματοσκοπία εφαρμόζεται κυρίως λόγω της
ευρείας παρουσίας του σε όλες τις οργανικές δομές
και της υψηλής ευαισθησίας του στις εφαρμογές του
μαγνητικού συντονισμού και την εκπομπή του παλμού
ραδιοσυχνοτήτων
1,2
.
Η κορυφή του νερού στο φάσμα είναι πολύ μεγάλη
σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μεταβολίτες και είναι
απαραίτητη η καταστολή του για λόγους απεικόνισης
των άλλων μεταβολιτών
1,3
. Η συγκέντρωση του νερού
μπορεί να είναι 100.000 φορές μεγαλύτερη από τη
συγκέντρωση των άλλων ουσιών
2
.
Κατά την επιλογή της περιοχής ενδιαφέροντος θα
πρέπει ν΄αποφεύγουμε το κοιλιακό σύστημα και τις
κυστικές περιοχές (Εικόνες 11,12,15,16), αφού περιέ-
χουν προϊόντα του γαλακτικού οξέος και στο φάσμα θα
απεικονίζονταν ανώμαλα υψηλά επίπεδα γαλακτικού
οξέος ή λιπιδίων
3
, ενώ θ’ απουσίαζαν ή θα είχαν ιδιαί-
τερα χαμηλές τιμές οι υπόλοιποι μεταβολίτες. Επίσης,
οι οστικές δομές και οι περιοχές αιμορραγίας δεν
πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο επιλεγμένο πεδίο
ανάλυσης, επειδή η λήψη φάσματος είναι εξαιρετικά
δυσχερής λόγω τεχνικών δυσκολιών (shim, ακινησία
πρωτονίων οστίτη ιστού)
3
, (Εικόνες 17,18).
Οι κορυφές, δηλαδή τα σήματα, που μετρούνται
στο φάσμα αποτελούν ουσιαστικά τις σχετικές συγκε-
ντρώσεις των μεταβολιτών και παρέχουν πολύτιμες
πληροφορίες για τη μεταβολική δραστηριότητα της
περιοχής, που έχει επιλεχθεί για φασματοσκοπική
ανάλυση.
Οι κυριότεροι μεταβολίτες, που ανιχνεύονται και
αξιολογούνται στη μαγνητική φασματοσκοπία είναι:
α) η αζωτο-ακετυλο ασπαρτάση (ΝΑΑ),
β) η χολίνη (Cho),
γ) η κρεατίνη (Cr),
δ) το γαλακτικό οξύ (lactate),
ε) τα λιπίδια (lipids).
Ο ακριβής ρόλος της ΝΑΑ δεν είναι γνωστός
1,4
,
αλλά πιστεύεται ότι είναι πολλαπλός. Λειτουργεί σαν
μία μορφή αποθήκευσης της ασπαρτάτης (aspartate)
και σαν πρόδρομος του νευρωνικού μεταφορέα ερε-
θισμάτων N-acetylaspartylglutamate (NAAG), ενώ του
αποδίδονται και άλλες λειτουργίες.
Η αζωτοακετυλοασπαρτάση (ΝΑΑ, 2.0 ppm) α-
ποτελεί τον μεταβολίτη με το μεγαλύτερο σήμα στο
φάσμα του φυσιολογικού εγκεφαλικού παρεγχύματος
των ενηλίκων
1,2
. Η παρουσία της περιορίζεται σχεδόν
αποκλειστικά στους νευρώνες, τους νευράξονες και
τους νευρίτες του νευρικού συστήματος και αποτελεί
δείκτη της λειτουργικότητας και της πυκνότητάς τους
4
.
Η μείωση ή η απουσία του ΝΑΑ είναι σημείο απώλειας
ή καταστροφής των νευρώνων.
Η διήθηση του εγκεφαλικού παρεγχύματος από
νεοπλασματικά κύτταρα καταστρέφει τους νευρώνες με
αποτέλεσμα τη μείωση του ΝΑΑ στον πυρήνα των πε-
ρισσότερων συμπαγών όγκων του εγκεφάλου. Βέβαια,
μείωση της αζωτοακετυλοασπαρτάσης παρατηρείται σε
όλες τις ασθένειες, που συνοδεύονται από απώλεια
των νευρώνων ή/και των νευραξόνων, όπως έμφρακτα
και πλάκες της πολλαπλής σκλήρυνσης.
Η πτώση της ΝΑΑ σε μερικές ασθένειες είναι ανα-
στρέψιμη (ΜS, κροταφική επιληψία, μιτοχονδριοπά-
θειες, AIDS, ALS, ADEM) δείχνοντας δυσλειτουργία,
ενώ σε κάποιες άλλες (έμφρακτα, όγκοι) είναι μη ανα-
στρέψιμη δεικνύοντας καταστροφή των νευρώνων.
Ο μεταβολισμός της ΝΑΑ επηρεάζεται ανεξάρτητα
από τη δραστηριότητα των νευρώνων στη νόσο του
Canavan, δείχνοντας πως η παρουσία της δεν είναι
απαραίτητη για τη δραστηριότητα των νευρώνων. Η
νόσος του Canavan αποτελεί τη μοναδική νόσο, όπου
καταγράφεται αύξηση του ΝΑΑ και η φασματοσκοπία
είναι παθογνωμική της νόσου
1,3
.
Στα πλαίσια εκτίμησης του φάσματος, η ΝΑΑ δεν
πρέπει να αξιολογείται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα σε
συνάρτηση με τους υπόλοιπους μεταβολίτες.
Η κορυφή της χολίνης καταγράφεται στα 3.2ppm.
Στο σήμα αυτό συμβάλλουν η glycerophosphocholine,
η phosphocholine και η phosphatidylcholine, καθώς
και λίγη ελεύθερη χολίνη, δηλαδή αντιπροσωπεύει το
σύνολο των αποθεμάτων χολίνης στον εγκέφαλο
1
.
Οι ενώσεις αυτές εμπλέκονται στη σύνθεση και την
αποδόμηση των κυτταρικών μεμβρανών, αποτελώντας
δείκτη μεταβολής των κυτταρικών μεμβρανών (σύνθεση
και αποσύνθεση των φωσφολιπιδίων)
2
.
Οανώμαλος πολλαπλασιασμός των νεοπλασματικών
κυττάρων προκαλεί αύξηση των κυτταρικών μεμβρανών
και συνεπώς, αύξηση της χολίνης
1,3
. Έτσι, η χολίνη
συνδέεται με αυξημένο βαθμό κακοήθειας μέσω της