Μελέτη ανατομικών παραλλαγών ρινός-παραρρινίων κόλπων σε εξετάσεις Υ.Τ
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΚΕΦΑΛΗΣ-ΤΡΑΧΗΛΟΥ
Μελέτη ανατομικών παραλλαγών ρινός - παραρρινίων κόλπων σε εξετάσεις υπολογιστικής τομογραφίας
Γ. Γαβριδάκης[1], Π. Πρασόπουλος[1], Ε. Παπαδάκη[1], Ι. Μπιζάκης[2], Α. Βολουδάκη[1], Ν. Γκουρτσογιάννης[1]
[1] Εργαστήριο Ακτινολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου
[2] Ωτορινολαρυγγολογική κλινική, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου
Σκοπός: Η καταγραφή των ανατομικών παραλλαγών της ρινός και των παραρρινίων κόλπων με τη χρήση Υπολογιστικής Τομογραφίας (ΥΤ).
Υλικό-Μέθοδος: Διενεργήθηκαν εξετάσεις ΥΤ σε 105 διαδοχικούς ασθενείς με χρόνια παραρρινοκολπίτιδα, ρινικούς πολύποδες ή τραυματισμό του σπλαγχνικού κρανίου και αξιολογήθηκαν ως προς την ύπαρξη ανατομικών παραλλαγών στις οστικές δομές της ρινός και των παραρρινίων κόλπων. Η αξιολόγηση έγινε με βάση τις στεφανιαίες τομές της ΥΤ.
Αποτελέσματα: Οι ανατομικές παραλλαγές που αναγνωρίστηκαν ήταν: 1. Ρινική κοιλότητα: Σκολίωση ρινικού διαφράγματος σε 85 ασθενείς (80,9%), παραμόρφωση της χονδροϊνιδικής συμβολής σε 39 (37,1%), έπαρμα ρινικού διαφράγματος σε 19 (18%), παράδοξη κυρτότητα της μέσης ρινικής κόγχης σε 9 (8,5%), πνευμάτωση της μέσης ρινικής κόγχης σε 34 (32,3%), πνευμάτωση της άνω ρινικής κόγχης σε 15 (14,2 %), και πνευμάτωση της αγκιστροειδούς απόφυσης σε 4 (3,8%). 2. Ηθμοειδείς κυψέλες: Κυψέλες του Haller σε 30 ασθενείς (28,5%). 3. Μετωπιαίοι κόλποι: Απλασία σε 3 ασθενείς (2,8%), διαφραγμάτια σε 61 (58%), μετωπιαία οστεοκύστη σε 31 (29,5%), και οπίσθια επέκταση σε 12 (11,4%). 4. Ιγμόρεια άντρα: Υποπλασία σε 11 ασθενείς (10,4%), και φατνιακό κόλπωμα σε 26 (24,7%). 5. Σφηνοειδής κόλπος: Απλασία σε 3 ασθενείς (2,8%), επέκταση στη μείζονα πτέρυγα σε 36 (34,2%) και στην ελάσσονα πτέρυγα του σφηνοειδούς οστού σε 8 (7,6%), επέκταση στις πρόσθιες κλινοειδείς αποφύσεις σε 22 (20,9%), πρόσθιο κόλπωμα της μέσης γραμμής σε 15 (14,2%), κόλπωμα στο μέσο του διαφράγματος σε 28 (26,6%), και πολλαπλά διαφραγμάτια σε 53 (50,4%).
Συμπέρασμα: Η γνώση των ανατομικών παραλλαγών επιτρέπει την καλύτερη μελέτη της ανατομίας, ιδιαίτερα προεγχειρητικά, σε ασθενείς υποψήφιους για ενδοσκοπική χειρουργική. Η κλινική τους αξία έγκειται στο ότι μερικές από τις παραλλαγές αυτές συνδέονται παθογενετικά με την ανάπτυξη χρόνιων φλεγμονών.