81
Θ.Ν. Σπυριδόπουλος, & συν.
Καλοήθεις όγκοι των οστών σε παιδιά και εφήβους : σύνοψη των απεικονιστικών ευρημάτων και διαγνωστική προσέγγιση
πίζεται στο φλοιό ή υποπεριοστικά), το οστεοβλάστω-
μα έχει κεντρική ενδομυελική εντόπιση στη διάφυση,
και σπανιότερα σε άλλα οστά, όπως τη γνάθο, πύελο,
ωμοπλάτη, επιγονατίδα και τον αστράγαλο. Κλινικά
εκδηλώνεται με ήπιο πόνο, λιγότερο εντοπισμένο α-
πό του οστεοειδούς οστεώματος, που συνήθως δεν
υφίεται με τη χορήγηση σαλικυλικών αντιφλεγμονω-
δών ουσιών, ενώ στη σπονδυλική στήλη μπορεί να
προκαλέσει πιεστικά συμπτώματα στις νευρικές ρίζες
και το νωτιαίο μυελό. Ακτινολογικά, εμφανίζει σαφή
όρια από το περιβάλλον οστούν, συχνά παρατηρεί-
ται λεπτή αντιδραστική σκληρυντική ζώνη, ωστόσο,
λιγότερο έντονη από αυτήν του οστεοειδούς οστεώ-
ματος. Σπανιότατα, μπορεί να εντοπίζεται στην επί-
φυση των μικρών μακρών οστών των χειρών και πο-
δών. Το κέντρο της βλάβης μπορεί να είναι διαυγα-
στικό, μεικτής υφής ή κυρίως σκληρυντικό. Στα οπί-
σθια στοιχεία της σπονδυλικής στήλης, συνήθως πα-
ρατηρείται διεύρυνση του φλοιού, παρόμοια με της
ανευρυσματικής κύστης, αλλά τα οστεοβλαστώματα
είναι κατά κανόνα πιο σκληρυντικές αλλοιώσεις α-
πό τις ανευρυσματικές κύστεις. Η απεικονιστική εξέ-
ταση εκλογής για τη διάγνωση και τη μελέτη των ο-
στεοβλαστωμάτων της σπονδυλικής στήλης είναι η α-
ξονική τομογραφία. Η διαφοροδιάγνωσή τους περι-
λαμβάνει την ανευρυσματική κύστη και το low-grade
οστεοσάρκωμα.
Το χονδροβλάστωμα είναι αρκετά σπάνιο (<1% των
πρωτοπαθών οστικών όγκων) και συναντάται ως επί
το πλείστον στη δεύτερη δεκαετία της ζωής (Εικόνα
6)
8
. Παρατηρείται συνήθως στις επιφύσεις των μακρών
οστών μεγάλων αρθρώσεων (γόνατος, ισχίου, ώμου)
με χρόνιο τοπικό άλγος, διόγκωση της άρθρωσης και
ανταλγική χωλότητα (αν εντοπίζεται στα κάτω άκρα).
Απεικονιστικά ελέγχεται ως ακτινοδιαυγαστική βλά-
βη με λεπτά σκληρυντικά χείλη, που μπορεί να περιέ-
χει μικρές στικτές επασβεστώσεις. Η βλάβη έχει έκκε-
ντρη εντόπιση στην επίφυση (και αφορά συνήθως λι-
γότερο του ½ συνολικού πλάτους της επίφυσης). Στο
50% των περιπτώσεων μπορεί να επεκτείνεται και στη
μετάφυση. Συνήθως ο συζευκτικός χόνδρος που γει-
τονεύει με τη βλάβη είναι διακριτός κατά τη στιγμή της
διάγνωσης. Αν παρατηρούνται όλα τα παραπάνω χα-
ρακτηριστικά, τότε η ακτινολογική εικόνα είναι παθο-
γνωμονική του χονδροβλαστώματος. Η διαφοροδιά-
γνωσή του περιλαμβάνει τον γιγαντοκυτταρικό όγκο,
το εγχόνδρωμα, τη λαχνοοζώδη υμενίτιδα και το ηω-
σινόφιλο κοκκίωμα άτυπης εντόπισης.
Το ηωσινόφιλο κοκκίωμα αποτελεί κατά κανόνα μο-
νήρη, οστεολυτική βλάβη που κατατάσσεται στην πα-
θολογική οντότητα της Ιστιοκύττωσης Χ (Εικόνα 7)
9
.
Η τελευταία αποτελεί πάθηση του δικτυοενδοθηλια-
κού συστήματος, είναι άγνωστης αιτιολογίας πολυσυ-
στηματική νόσος και περιλαμβάνει τις εξής μορφές:
α) οξεία διάχυτη μορφή, που εκδηλώνεται σε μικρά
παιδιά με ταχεία εξέλιξη και κατάληξη του ασθενούς,
β) χρόνια διάχυτη μορφή που προσβάλλει μεγαλύτε-
ρα παιδιά και ενήλικες κι έχει τη χαρακτηριστική τρι-
άδα συμπτωμάτων: εξόφθαλμο, άποιο διαβήτη και
πολλαπλές οστεολυτικές αλλοιώσεις στα οστά κυρί-
ως του κρανίου, γ) ηωσινόφιλο κοκκίωμα οστού ή ε-
ντοπισμένη μορφή (μονήρες και πολλαπλά ηωσινό-
φιλα κοκκιώματα, χωρίς εξωσκελετική συμμετοχή).
Το ηωσινόφιλο κοκκίωμα μπορεί να εκδηλωθεί ως
αμιγώς οστική πάθηση ή να αποτελεί μία από τις εκ-
δηλώσεις των ανωτέρω παθήσεων. Προσβάλλει συ-
νήθως άτομα νεαρότερα των 30 ετών (2/3 των ασθε-
νών διαγιγνώσκονται σε ηλικία μικρότερη των 20 ε-
τών (συνήθως σε ηλικία 5-10 ετών) και εκδηλώνε-
ται με ήπιο πόνο και διόγκωση, αλλά μπορεί να συ-
Εικόνα 7:
Αξονική Τομογραφία
(CT): Μεικτής σύστασης αλλοίωση
ΔΕ ισχίου, με σχετική σκιαγραφική
ενίσχυση, που προκαλεί οστική λύση
και επεκτείνεται στα μαλακά μόρια
(ηωσινόφιλο κοκκίωμα)